- πλαστῷ
- πλαστόςformedmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σωματοπλαστώ — έω, Α πλάθω, διαμορφώνω σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + πλαστῶ (< πλάστης < πλάστης < πλάσσω), πρβλ. κηρο πλαστώ] … Dictionary of Greek
κοροπλαστική — η 1. η τέχνη τού. κοροπλάστη, η τέχνη τής κατασκευής ειδωλίων και αναγλύφων από πηλό 2. ιατρ. η δημιουργία ή η αποκατάσταση τής κόρης τού οφθαλμού σε περίπτωση απλασίας ή απόφραξης, αντίστοιχα, ή ακόμη και η διόρθωση τού σχήματος μιας… … Dictionary of Greek